- παιδεία
- ηη εκπαίδευση, η μόρφωση: Η παιδεία συντελεί όσο τίποτε άλλο στην πρόοδο των λαών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παιδεία — παιδείᾱ , παιδεία rearing of a child fem nom/voc/acc dual παιδείᾱ , παιδεία rearing of a child fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδείᾳ — παιδείᾱͅ , παιδεία rearing of a child fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιδεία — (paideia) (греч.) воспитание; культура. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… … Dictionary of Greek
παιδεῖα — παίδειος of neut nom/voc/acc pl παιδεῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παίδεια — παίδειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιδεία τῶν ἐν ἡμῖν μόνον ἐστὶν ἀθάνατον. — См. Ученье свет, а неученье тьма … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παιδείας — παιδείᾱς , παιδεία rearing of a child fem acc pl παιδείᾱς , παιδεία rearing of a child fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδείαι — παιδείᾱͅ , παιδεία rearing of a child fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδείαν — παιδείᾱν , παιδεία rearing of a child fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)